Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

ΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΤΩΝ ΟΡΓΙΩΝ (ΤΕΛΟΣ)
Οταν την άλλη μέρα συνήλθα , ο Θοδωρής , ο παλιός στρατιώτης που ήταν αφέντης μου, με έδεσε με ένα λουρί και με έσυρε σαν σκύλο στον Θάλαμο των Κοπριτών. Έτσι λεγόταν ο θάλαμος όπου έμεναν οι νεότεροι στρατιώτες δηλαδή οι σκλάβοι. Ήταν μια υπόγεια αποθήκη . Όταν ανοίξαμε την ξύλινη πόρτα , μια μπόχα σου ‘ρχόταν να λιποθυμήσεις. Σε ένα δωμάτιο όχι πολύ μεγάλο στοιβάζονταν κατάχαμα καμιά εικοσαριά στρατιώτες. Το πρώτο όμως που παρατήρησα ήταν ότι σε έναν στύλο στη μέση του δωματίου ήτανε δεμένος ένας γυμνός στρατιώτης, και τριγύρω του πέντε έξι σκλάβοι τον μαστίγωναν αλύπητα κάτω από τις οδηγίες ενός παλιού στρατιώτη.
- Σταύρο , τι δουλειά έχεις εδώ, τον ρώτησε ο Θοδωρής.
- Έβαλα τους κοπρίτες να δείρουν λίγο τον δικό μου. Πήγα να τον γαμήσω και ο κώλος του ήταν λερωμένος .
- Άντε, ρε. Μα και συ του τον έχεις χαλαρώσει πολύ. Μέχρι και τούβλα έχεις χώσει στον πρωκτό του.
- Μ’ αρέσει να χώνομαι εύκολα . Όταν τον παρέλαβα δεν χωρούσε μέσα του ούτε καρφίτσα και τώρα κοίτα!
Έσκυψε , πήρε μια σαγιονάρα πλησίασε τον δούλο του και αφού είπε στους κοπρίτες να σταματήσουν για λίγο , έχωσε με την μία την μύτη της σαγιονάρας και έπειτα ολόκληρη στον άγρια μαστιγωμένο κώλο του και μετά άρχισε να την στριφογυρίζει μέσα του. Γέλασαν σαδιστικά και οι δύο.
- Εσύ πως από αυτό το μπουρδέλο.
- Ήλθα ν α βαφτίσω τον δικό μου.
- Καλά τότε να μην σε καθυστερώ. Λοιπόν μαλάκες φτάνει. Λύστε τον και πηγαίνετε τον στα τσιγκέλια.
Οι σκλάβοι τον έλυσαν. Τον έπιασαν δύο από τα πόδια και άρχισαν να τον σέρνουν προς την αίθουσα βασανιστηρίων όπου θα συνεχιζόταν το μαρτύριο του σκλάβου.
Ο θάλαμος είχε έναν θαλαμάρχη. Ήταν ο Ηλίας. Ο πιο παλιός από τους νέους. Ήταν ένας όμορφος ξανθομάλλης άνδρας , που θύμιζε Γερμανό στην όψη. Ήταν ο μόνος που εκτός από τις σαγιονάρες και την σκελέα φορούσε και φαιοπράσινη (μπλούζα).
- Εμπρός μαλακισμένο βγάλε τα ρούχα σου και ξάπλωσε ανάσκελα ΄στην κουβέρτα.
Πράγματι οι κοπρίτες είχαν στρώσει στη μέση του θαλάμου μια κουβέρτα. Ξάπλωσα χωρίς να καταλάβω τι θα συνέβαινε.
- Μην ανησυχείς. Αυτή την φορά δεν πρόκειται να πονέσεις. Απλά πρέπει να καταλάβεις ότι είσαι όχι μόνο κατώτερος από μας τους παλιούς αλλά και από όλους αυτούς τους κοπρίτες. Εμπρός αρχίστε.
Γονάτισαν όλοι γύρω μου με τον Ηλία πάνω από το κεφάλι μου. Άρχισαν να τραβάνε μαλακία. Και σε λίγο ένας ένας έχυνε πάνω μου , άλλος στα στήθη μου άλλος στην κοιλιά μου άλλος στις πουτσότριχές μου άλλος στα πόδια μου. Τελευταίος έχυσε ο Ηλίας , ψωλο-χύνοντας στο πρόσωπό μου.
Αφού τελείωσε η τελετή, ο Αφέντης έφυγε και με ανέλαβε ο Ηλίας. Μου έδειξε πρώτα το μέρος που θα κοιμόμουν. Ένα βρεγμένο ποντικοφαγωμένο στρώμα και μια βρώμικη κουβέρτα. Πάνω στον τοίχο ήταν κρεμασμένα , χειροπέδες , αλυσίδες και χονδρά σχοινιά. Ήμουν γυμνός .
- Βγάλε από το σάκο σου την σκελέα, δύο εσώρουχα και τις σαγιονάρες σου. Ωραία, τώρα κλείδωσε το σάκο σου. Αυτά μόνο θα σου χρειαστούν. Φόρεσε μόνο την σκελέα. Κάποιοι θα έρθουν να σε γαμήσουν.
Πέρασαν έτσι οι πρώτες μέρες. Ο Ηλίας ήταν υπεύθυνος. Έπρεπε να μας διατηρεί σε καλή κατάστασή και το κυριότερο με καθαρούς κώλους. Κάθε πρωί λοιπόν μας έστηνε γυμνούς έξω από την αποθήκη και μας έχωνε στον κώλο το λάστιχο. Άνοιγε την βρύση και την άφηνε μέχρι που το κωλάντερό μας να καθάριζε από τις ακαθαρσίες και τα χύσια της προηγούμενης νύχτας.
Μετά από το πρωινό αυτό κλύσμα, πήγαινε ο καθένας στον αφέντη του και τον ξύπναγε. Έπρεπε να ξυπνήσω τον Θοδωρή ακριβώς στις έξι και είκοσι. Ούτε λεπτό νωρίτερα. Εκνευρισμένος αυτός άρχιζε να με δέρνει και να με βρίζει. Βαριόταν συνήθως να πάει στις τουαλέτες για να κατουρήσει, με πρόσταζε να ανοίγω το στόμα μου και κατουρούσε μέσα για να μην λερώσει. Μια δυό φορές του άρεσε να χύνει το ζεστό του κάτουρο στην καυτή μου κωλοτρυπίδα. Του έπλενα το πρόσωπο, τον ξύριζα, του έστρωνα το κρεβάτι, του γυάλιζα τις αρβύλες, τον έντυνα, και τέλος έπαιρνα τα άπλυτα για να τα πλύνω. Μέχρι την πρωινή αναφορά είτε με γαμούσε είτε με έδενε μπρούμυτα στο κρεβάτι του και με μαστίγωνε αλύπητα 100 φορές στην πλάτη.
Στην αναφορά μας μετέφερναν γυμνούς από τη μέση και πάνω , φορώντας τις σκελέες και τις σαγιονάρες μας. Κάποια στιγμή ερχόταν ο θαλαμάρχης Ηλίας και μας έλεγε ποιος ήταν αναφερόμενος και γιατί. Εκείνη την μέρα ήμουν και εγώ.
- Κοπρίτη Νο 1668, είσαι αναφερόμενος από τον αφέντη σου Θεόδωρο Μ. γιατί σε είδε να αυνανίζεσαι.
Ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Στον κέντρο της αναφοράς ήταν χωμένοι στο χώμα δοκάρια. Έβγαλα τη σκελέα και τις σαγιονάρες μου και ακολούθησα τον Ηλία. Με έδεσαν με αλυσίδες στον ένα από τους στύλους. Δίπλα τρεις στρατιώτες ετοίμαζαν τα μαστίγια τους. Με κοίταζαν σαδιστικά .
Όταν ήλθε ο Ταγματάρχης και του είπαν τι έκανα με πλησίασε.
- Το παράπτωμά σου στρατιώτη ήταν πολύ σοβαρό. Μόνο οι παλιοί στρατιώτες έχουν το δικαίωμα να χύνουν εδώ μέσα. Γι’ αυτό και η τιμωρία σου θα είναι ανάλογη. 80 βουρδουλιές !
Τα μαστίγια ετοιμάστηκαν. Οι στρατιώτες που ήταν ειδικευμένοι σε αυτές τις δουλειές, χτυπούσαν αλύπητα, όσο μπορούσανε πιο δυνατά. Το σφύριγμα του μαστιγίου που ήταν ένας ατσαλένιος βούρδουλας ντυμένος με δέρμα ξέσχιζε το κορμί μου. Τα χτυπήματα έπεφταν με δύναμη και με μια αδυσώπητη συχνότητα πάνω στο κορμί μου που ήταν δεμένο και ανίσχυρο να αντιδράσει.
Ήμουν υποχρεωμένος να μετράω με δυνατή φωνή το κάθε χτύπημα.
- Αααα είκοσι, αααα..... εικοσιένα..... εικοσιδύο....
- Πιο δυνατά μέτρα μαλάκα δεν ακούμε . Εμπρός μην σου σπάσω τα κόκαλα.
Τα χτυπήματα θαρρούσα ότι έσκιζαν το δέρμα μου σαν μαχαίρι.
- Σαράντα πέντε...σαρανταέξι...Σταματήστε σας παρακαλώ,
- Σκάσε κοπρίτη ! Και συ κτύπα τον πιο δυνατά. Αντέχει. Μη φοβάσαι , αν τον σκοτώσεις δεν πρόκειται να τον αναζητήσει κανείς. Θα τον κόψουμε κομματάκια και θα τον δώσουμε να τον φάνε οι σκύλοι, χα...χα...χα...
Ούρλιαζα. Τα πόδια μου τρεμούλιαζαν στα δεσμά τους. Οι δήμιοι με χτυπούσαν ματώνοντας κάθε εκατοστό του στήθους και των τεντωμένων πλευρών μου.
- Θα ξαναμαλακιστείς ρε, γουρούνι. Θα ξανατραβήξεις μαλακία;
Τα χτυπήματα εξακολουθούσαν να πέφτουν. Τα τελευταία σημάδευαν τις ρόγες μου κι ένιωθα ολόκληρο το κορμί μου να τραντάζεται πάνω στον στύλο.
Το θύμα μετά την εκτέλεση της ποινής κι αφού τον λύνουν είναι υποχρεωμένο να παρουσιαστεί στον διοικητή του στρατοπέδου και να αναφέρει. Αφού λοιπόν τέλειωσε η τιμωρία μου , λύσανε τις αλυσίδες, και ο Θοδωρής με έπιασε από το πόδι και σέρνοντας με έφερε στα πόδια του Διοικητή.
- Εμπρός αναφέρσου ! με διέταξε αυτός.
- Κύριε διοικητά του στρατοπέδου, κοπρίτης Νο 1668 . Έλαβα 80 βουρδουλιές για τις οποίες ευχαριστώ, είπα.
Ο διοικητής με έσπρωξε με τις αρβύλες του και ξάπλωσα ανάσκελα στο χώμα. Περιεργάστηκε τις πληγές μου
- Λοχία !
- Διατάξτε.
- Πες στους υπόλοιπους κοπρίτες να κατουρήσουν στις πληγές του και μετά ξανάδεσετον στο στύλο έως αύριο το πρωί για παραδειγματισμό.
To κάτουρο έκανε καλό στις πληγές. Τις έκλεινε. Γι’ αυτό συνήθιζαν να μας κατουράνε ύστερα από κάθε τιμωρία.
Ο άνθρωπος μέσα σε δύο βδομάδες μπορεί να αλλάξει πολύ. Πριν δύο βδομάδες ήμουν ένας στρατιώτης που θα υπηρετούσε την πατρίδα. Επί 14 μέρες όμως έτρωγα τους πούτσους της ζωής μου. Κάθε ώρα και στιγμή έκανα τσιμπούκια. Μου έγλειφαν τον πούτσο, έγλειφα κωλοτρυπίδες. Γαμούσαν την δική μου και συγχρόνως με ταπείνωναν, με βασάνιζαν απάνθρωπα με εξευτέλιζαν. Είχα πιει τα χύσια με τους κουβάδες κι άλλα τόσα ψωλοχύματα είχα νιώσει να τινάζονται με δύναμη μέσα στην κωλοτρυπίδα μου.
Την επόμενη μέρα ο Θοδωρής, με ξύπνησε από τα χαράματα. Με πήγε στο Ιατρείο όπου με ζύγισε. Είχα να φάω αρκετό καιρό κανονικά κι είχα χάσει πέντε κιλά. Ο γιατρός κοίταξε τις πληγές μου :
- Μερικά από τα χτυπήματα θα του αφήσουν σημάδια . Τα υπόλοιπα θα ιάνουν γρήγορα. Ο κώλος του είναι μια χαρά. Μπορείς να τον γαμάς όσο θέλεις. Δώσε του κάτι να φάει.
Ο Θοδωρής με ξανάδεσε με το λουρί και με μετέφερε στο μαγειρεία.
- Μάγειρα, φέρε κάτι φαγώσιμο, για το σκλαβάκι μου.
Ο Μάγειρας χαμογέλασε. Πήγε στα σκουπίδια, έβγαλε με τα χέρια του δύο χούφτες ρύζι που μόλις είχε πετάξει και τα έβαλε σε μια λαδόκολλα.
- Να βάλω και σάλτσα, ρώτησε κι αφού ο Αφέντης μου του έδωσε την άδεια άρχισε να αυνανίζεται πάνω στο ρύζι. Πηκτά κιτρινόλευκα χύσια αποτελούσαν τη σάλτσα σε αυτό το γεύμα. Όμως η πείνα μου ήταν μεγάλη και έφαγα με βουλιμία το φαΐ.
Έπειτα με παρέδωσε στην εξουσία του Θαλαμάρχη ο οποίος θα με γύμναζε.
Τόσο σκληρή γυμναστική δεν είχα κάνει ποτέ μου. Κάτω από τον φόβο του μαστιγίου εκτελούσα κάθε εντολή του Ηλία, ο οποίος εκτελούσε γυμνός κι αυτός τις ασκήσεις δίπλα μου. Τρεις ώρες ασταμάτητα.
- Πολιτική μας σε αυτό το στρατόπεδο είναι να τιμωρούμε τους τεμπέληδες και να επιβραβεύουμε τους φιλότιμους. Επειδή λοιπόν γυμνάστηκες σήμερα πρόθυμα, θα έχεις για αμοιβή σου ένα πήδημα από τον Θαλαμάρχη σου που είδα πόσο τον γούσταρες.
Εισέπραξα την «αμοιβή» μου με την παρουσία πάντοτε του Θοδωρή. Για μια περίπου ώρα ο ξανθός Θαλαμάρχης έκανε να υποφέρουν ηδονικά όλες μου οι τρύπες με το λοστάρι που είχε για ψωλή αλλά και όλο το κορμί από το ταυτόχρονο μαστίγωμα που μας έριχνε ο Αφέντης. Προτίμησε να φτάσει σε οργασμό στο στόμα μου και πρόσταξε να καταπιώ τα χυμώδη υγρά που άδειασε.
Το απόγευμα με έβαλε να τρέξω πέντε χιλιόμετρα ξυπόλυτος σε χωματόδρομο. Φρικτό μαρτύριο για τα αμάθητα πόδια μου, αλλά δεν τόλμησα να πω λέξη. Με επέβλεπε από ένα ύψωμα. Έπειτα με πήγε σε ένα μέρος του στρατοπέδου όπου οι υπόλοιποι κοπρίτες κάνανε αποψίλωση γυμνοί από τη μέση και πάνω και ξυπόλυτοι.
- Δεν το έβαλες κάτω παρόλο που πληγώθηκαν τα πόδια σου. Διάλεξε ποιόν θες από όλους αυτούς τους κοπρίτες να σε γαμήσει.
Διάλεξα τον πιο νεαρό ο οποίος με πλησίασε λουσμένος στον ιδρώτα, και καυλωμένος όσο δεν έπαιρνε. Άδειασε στο στόμα και την σβουνιά μου τρεις φορές.
Ήμουν πτώμα, όμως ο Θοδωρής με διέταξε να σφουγγαρίσω τον θάλαμο των κοπριτών. Δυσανασχέτησα και ο Θοδωρής έξω φρενών διέταξε το Ηλία να με μαστιγώσει δέκα φορές. Οι κοπρίτες με έδεσαν στον πάσσαλο κι όταν πήρε θέση ο Δήμιος η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Κατάφερα να μην ουρλιάξω όταν δέχτηκα τις 3 πρώτες Στην Τρίτη όμως βόγκηξα γοερά και καύλωσα. Στην όγδοη έφυγαν τα σπερματικά υγρά κι άρχισα να χύνω προς τα έκπληκτα μάτια των συναδέρφων. Μόλις το είδε αυτό Θοδωρής έβγαλε μια κραυγή θριάμβου. Διέταξε να σταματήσει το μαστίγωμα, με έλυσε και μου έδωσε την ψωλάρα του στο στόμα. Είχαν μείνει πάνω της λίγα από τα υγρά που του είχαν φύγει κι εκείνου από σαδιστική καύλα και ήθελε να τα γλύψω.
- Νομίζω ότι ανακάλυψες κάτι καινούργια για τον εαυτό σου μ’ αυτή τη τιμωρία παλιοπούστη. Σ΄ αρέσει ρε να σε μαστιγώνουν. Χύνεις όταν σου οργώνουν το κορμί , όταν σε δένουν όταν σε βλέπουν να εξευτελίζεσαι. Είσαι μια αληθινή αρσενική πουτάνα. Σ΄ αρέσει το μαστίγιο, ε; Είσαι έτοιμος λοιπόν για την Μεγάλη Τελετή.
Την άλλη μέρα με ξύπνησε ξημερώματα , και με οδήγησε σε ένα τζιπ. Με διέταξε να βγάλω τα εσώρουχά μου - αυτά μόνο φορούσα - και να κάτσω στη θέση του συνοδηγού. Οδήγησε το στρατιωτικό τζιπάκι έξω από το στρατόπεδο, προς την περιοχή που ρίχναμε τα σκουπίδια. Θαρρούσα ότι ήταν άλλη μια αγκαρία.
Σταμάτησε σε ένα νταμάρι, στο οποίο δεν υπήρχε ψυχή.
- Βγες ρε μαλάκα από το κωλοαυτοκίνητο. Τώρα θα σου δείξω. Θα σε κάνω να με θυμάσαι όλη σου τη ζωή. Θα ακούς Θεόδωρο και θα τα κάνεις πάνω σου σκατοβρωμιάρη. Μπρος βγες έξω σου’πα !, μου φώναξε αγριεμένα και απλώνοντας τα χέρια του με βούτηξε από τα μαλλιά και με τράβηξε βάναυσα έξω από το τζιπάκι.
- Τι θα μου κάνεις , ρώτησα.
- Σκάσε. Εγώ είμαι το αφεντικό, δεν το έμαθες ακόμη αυτό. Ότι θέλω θα σε κάνω.
Πήρε μια αλυσίδα και μου έδεσε σφικτά τον δεξιό αστράγαλο. Την άλλη άκρη την κράταγε σφικτά.
- Άντε στο πορτ - παγκάζ, και πάρε την βαριά και την αξίνα. Καιρός για δουλειά. Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης οι εβραίοι σπάγανε πέτρες. Το ίδιο θα κάνεις και συ σήμερα.
Πράγματι . Γυμνός δεμένος με ανάγκασε να σπάω πέτρες. Οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν στην γυμνή φλογισμένη σάρκα μου.
- Εμπρός, δεν θέλω τεμπελιές. Αυτό τον βράχο πρέπει μέχρι το μεσημέρι να τον κάνεις χαλίκι. Θέλουμε στο στρατόπεδο.
Πέρασαν λίγα λεπτά κι ο στρατιώτης δεν ήταν ικανοποιημένος με την επίδοσή μου. Πήγε τότε στο αυτοκίνητο και γύρισε κρατώντας ένα μαστίγιο με πέντε λαστιχένιες ουρές. Ήθελα να τρέξω να σωθώ μα η άκρη της χονδρής αλυσίδας ήταν δεμένη στο κορμό ενός δένδρου. Σήκωσε το μαστίγιο και το κατέβασε με δύναμη στον κώλο μου. Ο ήχος της βέργας πάνω στη σάρκα του κώλου μου αντήχησε στην ησυχία του νταμαριού. Και μετά ακούστηκε μια φρικτή κραυγή πόνου. Ο στρατιώτης ικανοποιημένος από τη φωνή, σήκωσε το μαστίγιο ξανά.
Αυτή την φορά έπεσε με μεγαλύτερη ορμή στα μπούτια μου κι άφησε ένα απαίσιο σημάδι. Προσπάθησα να τραβηχτώ μα το μόνο που κατάφερα ήταν να χάσω την ισορροπία μου και να σωριαστώ χάμω. Προσγειώθηκα με το στήθος στο πετρώδες έδαφος κι αμέσως ο πόνος διπλασιάστηκε. Το απαίσιο μαστίγιο συνέχιζε να ανεβοκατεβαίνει γεμίζοντάς με , με κόκκινα σημάδια. Ούρλιαζα υστερικά και σερνόμουν στο χώμα προσπαθώντας να ξεφύγω. Ο Θοδωρής με ακολουθούσε και με μαστίγωνε αλύπητα. Με σημάδευε στο στήθος και τον κώλο και σιγά σιγά τα κόκκινα σημάδια είχαν γίνει μπλε και μαύρα. Ένιωθα τα φλογισμένα κωλομάγουλα να χωρίζουν όταν το μαστίγιο έπεφτε με ορμή ανάμεσά τους και να ξαναενώνονται μόλις σηκωνόταν από το πονεμένο κορμί μου.
Και φώναζα πιο δυνατά όταν το μαστίγιο προσγειωνόταν στο στήθος μου, Πάνω κάτω δεξιά αριστερά ακόμη και πάνω στις ρώγες μου. Τα γόνατα μου και οι παλάμες μου είχαν γρατσουνιστεί στο σκληρό έδαφος αλλά ο πόνος αυτό ήταν μηδαμινός μπρος στο επιστημονικό μαστίγωμα του στρατιώτη. Κατάφερα να σταθώ στα τέσσερα κι να αρχίζω να μπουσουλάω, κι εκείνος με άνεση με ακολουθούσε και με μαστίγωνε στα κωλομάγουλα. Η σάρκα του κώλου που είχε πρηστεί από τα χτυπήματα.
- Και τώρα έλα να σε πάω μια βόλτα
Ο Θοδωρής άρπαξε την αλυσίδα και άρχισε να με σέρνει στο σκληρό έδαφος κάνοντας μεγάλους κύκλους. Εξακολουθούσε να με τραβά και να με σέρνει στο χώμα τις λάσπες και τις πέτρες. Η σάρκες μου είχαν γρατσουνιστεί κι αίμα άρχισε να τρέχει. Διάλεγε το πιο άγριο και πετρώδες έδαφος.
- Σταμάτα θα με σκοτώσεις
- Άντε γαμήσου. Θα σε βασανίζω όσο θέλω. Το διασκεδάζω. Περνάω όμορφα πούστη. Μ’ αρέσει να σε βλέπω να πονάς , να σε ακούω να ουρλιάζεις , να βλέπω το αίμα να τρέχει από τις πληγές σου.
Αφού βαρέθηκα να με σέρνει με έβαλε πάλι τα σπάζω πέτρες.
- Τις θέλω μικρές , μαλακισμένο. Φρόντισε το σε παρακαλώ, γιατί στο τέλος θα βρω την μεγαλύτερη και θα στην χώσω στο κώλο σου. Κι όσο και αν στον έχουμε ανοίξει δεν νομίζω να γουστάρεις κοτρόνες να διαλύουν την σούφρα σου.
Ο κτύπος της βαριάς αντηχούσε στο νταμάρι . Ο ιδρώτας μου έτρεχε στο χώμα ποτάμι. Ο χρόνος της ξεκούρασης ήταν ελάχιστος. Λιποθυμούσα μα συνερχόμουν μετά από καμιά δεκαριά βουρδουλιές.
Κατά το μεσημεράκι ακούστηκε η μηχανή ενός αυτοκινήτου. Ο Θοδωρής χαμογέλασε. Σηκώθηκε και με πλησίασε κρατώντας σχοινιά στα χέρια του. Με οδήγησε σε μια βελανιδιά. Με ανάγκασε να ακουμπήσω με την πλάτη στο δένδρο. Άρχισε να με δένει έτσι καθιστός όπως ήμουν. Πέρασε πολλές φορές το σχοινί γύρω από το γυμνό κορμί μου και το δένδρο ακινητοποιώντας με. Τα χέρια της τα έδεσε στο πλάι του κορμιού μου. Βογκούσα από τους πόνους όταν τα σχοινιά σφίγγονταν γύρω από το στήθος μου.
Εντωμεταξύ το αυτοκίνητο είχε έρθει κι έναν ψηλός άνδρας κατέβηκε.
Ο Θοδωρής πλησίασε να χαιρετήσει τον επισκέπτη.
- Κύριε Ταγματάρχα , καλώς ήρθατε ! Ο σκλάβος είναι έτοιμος.
- Ελπίζω να αξίζει τον κόπο , στρατιώτη. Ας αρχίσουμε δεν έχω αρκετό χρόνο.
Άνοιξε για μια στιγμή τα μάτια μου που τα κρατούσα αυτή την ώρα κλειστά. Ο Ταγματάρχης , ένας ψηλός γύρω στα πενήντα άνδρας είχε βγάλει το παντελόνι του και στεκόταν ολόγυμνος μπροστά μου. Ο πούσταρος του ήταν μεγαλύτερος από ποτέ. Στεκόταν ολόρθος μπροστά μου ενώ η σκούρα επιδερμίδα ήταν γεμάτη από μικροσκοπικές φλεβίτσες. Κι ήταν μακρύς τεράστιος. Του έφτανε σχεδόν μέχρι το γόνατο. Δύο βαριά πελώρια αρχίδια κρέμονταν σαν σακούλες από κάτω . Τον κοίταζα με δέος. Απαθέστατος χάιδευε με την παλάμη του την πελώρια πούτσα του. Δεν καταλάβαινα γιατί στεκόταν έτσι κοιτώντας με μόνο αλλά φοβόμουν και να ρωτήσω. Κρατούσε στα χέρια του ένα κλαδάκι που η μία άκρη του ήταν μυτερή σαν καρφίτσα και άρχισε να με τσιμπά με αυτή στα βυζιά. Η μυτερή άκρη ξαναχώθηκε στη σάρκα μου λίγα εκατοστά μακριά από την ρώγα μου. Ο Ταγματάρχης ευχαριστήθηκε που με άκουγε να κραυγάζω κι έτσι άρχισε να καρφώνει τη μυτερή βέργα πάνω στην σάρκα των πλευρών μου γεμίζοντάς με, με κόκκινα σημάδια. Ανήμπορος να προβάλω την παραμικρή αντίδραση έτσι που ήμουν δεμένος, κουνούσα απελπισμένα το κεφάλι δεξιά αριστερά.
- ΜΗΗ ! ΠΟΝΑΩΩΩ ! ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ !
Προσπάθησα να σηκώσω τα γόνατά μου για να προφυλάξω τα στήθια μου αλλά ο Θοδωρής άπλωσε το πόδι του και μου πάτησε τα γόνατα ακινητοποιώντας με εντελώς.
Όταν πια δεν υπήρχε σημείο στα βυζιά μου που να μην το είχε τσιμπήσει με την βέργα , ο Ταγματάρχης κατέβηκε στο στομάχι. Τότε άρχισε να χαράζει με την μυτερή και κοφτερή βέργα το στομάχι μου από την μία μεριά έως την άλλη. Λεπτές κόκκινες γραμμές ακολουθούσαν την φρικτή βέργα.
Στο επόμενο στάδιο ο Ταγματάρχης διέταξε τον Θοδωρή να μου σηκώσει τα πόδια για να φανεί ο κώλος μου. Τώρα ο Ταγματάρχης χρησιμοποιούσε τη βέργα σαν τσατσάρα στις ιδρωμένες κωλότριχές μου. Τελικά η κωλοτρυπίδα μου φάνηκε ολοκάθαρα. Δεν έχασε ούτε στιγμή. Χωρίς τον παραμικρό δισταγμό τσίμπησε με την βέργα το εσωτερικό της κωλοτρυπίδας μου Σε λίγο προχώρησε μισοχώνοντας την βέργα στον πρωκτό μου.
- ΑΧΧΧ, ΜΗΗΗ . ούρλιαξα.
Ο ταγματάρχης έσπρωξε βαθύτερα την βέργα. Μου κόπηκε η αναπνοή. Ο κώλος μου άρχισε να συσπάται και να σφίγγεται πάνω της, αλλά ο Ταγματάρχης δεν ενοχλήθηκε καθόλου από το σφίξιμο. Με άνεση έχωσε τη βέργα μέχρι το πάτο του κώλου μου. Άρχισα να φωνάζω δυνατότερα, και τότε τράβηξε αργά τη βέργα από τον κώλο μου.
-Τι πούστης που είσαι; Διάολε καύλωσες κιόλας;, φώναξε ξαφνιασμένος. Με τσίμπησε κάνα δυό φορές ελαφρά στα αρχίδια.
Η βέργα είχε λερωθεί λίγο και ο Ταγματάρχης την ακούμπησε στα χείλη μου για να την καθαρίσω.. Έτριψε έπειτα την βέργα στα χείλια μου και τα μάγουλά μου. Έπειτα γονάτισε κι έφερε τον πρησμένο πούτσο του στο πρόσωπό μου
- Όχι, όχι αυτό.
- Θα τον γλύψεις θες δεν θες. Εκτός αν προτιμάς να σπάσω τον γαμημένο το λαιμό σου νεοσύλλεκτε. Και πρόσεξε καλά γιατί το εννοώ αυτό που σου λέω., με απείλησε.
Έπιασε την χονδρή του ψωλή και την έτριψε στο μάγουλο, Σταγόνες χύσι φάνηκαν κιόλας στο κεφάλι της ψωλάρας του.
- Το βλέπεις καλά , μαλακισμένε; Και που να δεις και τι ωραία γεύση που έχει, μου είπε. Άπλωσε τα χέρια σου και χάιδεψέ μου το κώλο. Θέλω να νιώσω τα χέρια ενός στρατιώτη να μου χάιδευε τον πισινό. Έτσι μπράβο και τώρα χρησιμοποίησε τη γλωσσίτσα σου για να ευχαριστήσεις την ψωλάρα μου . Κάν’ το αμέσως ! Κάνε την ψωλή μου να εξαφανιστεί εντελώς. Έτσι μπράβο. Πάρε τον όλο ΕΤΣΙ ΡΟΥΦΑ ΤΗΝ ΨΩΛΑΡΑ ΜΟΥ ΚΩΛΟΨΑΡΟ. ΕΤΣΙ ΡΟΥΦΑ ΜΕ, βογκούσε ο Ταγματάρχης.
Στον στιγμή νόμιζα πως θα έχυνε , θα έπινα τα χύσια του και θα τέλειωναν τα βάσανά μου. Όμως έξαφνα έβγαλε την σαλιωμένη πούτσα του και διέταξε τον στρατιώτη να με ετοιμάσει για το επόμενο στάδιο.
Με έλυσε και με έσυρε στην μέση του νταμαριού. Με έδεσε με τα χέρια πίσω από την πλάτη και με έριξε στα χαλίκια που είχα σπάσει. Γρήγορα κοίταξε την κατάσταση του κώλου πήρε το πιο μυτερό χαλίκι και το έχωσε στην κωλοτρυπίδα μου. Το χαλίκι έκαιγε και κάηκαν τα τοιχώματα του πρωκτού μου. Πριν προλάβω να συνέλθω ένα ακόμη χαλίκι μεγαλύτερο αυτή τη φορά χώθηκε μέσα μου.
- Άνοιξε καλά τον κώλο σου μαλάκα, μην μου παριστάνεις τον παρθένο. Ξέρω ότι σου αρέσει αυτό που σου κάνω, είπε κι έχωσε με μεγαλύτερη δυσκολία και τρίτο χαλίκι.
- ΟΧΙ ! ΜΗ . ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΘΑ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ 1
- Θα σε σκοτώσω ; Ε, και; Ποιος νοιάζεται; Αυτό που με νοιάζει είναι τώρα να ευχαριστηθεί ο Ταγματάρχης. Που του αρέσει να γαμάει σκληρά κωλαράκια, μα το δικό σου με τα τόσα γαμήσια έχει χαλαρώσει πολύ, γι αυτό θα σε γαμήσει με τις πέτρες στον κώλο.
Ο μέλλοντας γαμιάς μου είχε κιόλας πλησιάσει.
- Εντάξει φτάνει, στρατιώτη. Άφησε τον σε μένα τώρα. Λοιπόν παλιοπούστη. Απόψε θα χορτάσει ο κώλος σου ψωλή, και θα τις θυμάσαι πούστη χρόνια. Ψωλή βαρβάτη κι όχι σάπιες μπάμιες. Φέρσου λοιπόν και συ ωραία και μην μου κάνεις τον δύσκολο. Αν θες το καλό σου ,άσε τον κώλο σου να φχαριστηθεί το πήδημα γιατί τέτοιες ψωλές βρίσκεις σπάνια.
Π΄ρωτα μου άστραψε δύο χαστούκια κι όταν νόμισε ότι με έστρωσε με άδραξε από τα μαλλιά και με ανάγκασε να πάρω τσιμπούκι στον πούτσο του Θοδωρή. Μια πέτσινη ζώνη μαστίγωνε την πλάτη μου ενώ σιγά σιγά η τεράστια σιδερένια ψωλή του Ταγματάρχη χωνόταν μέσα μου και τριβόταν στα χαλίκια που είχα στον κώλο μου. Η χερούκλα του προσγειωνόταν άγρια στα κωλομέρια μου.
- Σου είπα να στέκεσαι ακίνητος. Έτσι γουστάρω να πηδάω τους κώλους. Μη μου παριστάνεις την παρθένα.
Με σούβλισε ο κτήνος λες και ήμουν αρνί. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μου από την ντροπή και τον πόνο. Όργωνε για ώρα τα σωθικά μου. Σαν έχυσε , με έριξε μπρούμυτα κι έπεσε κι αυτός πάνω μου. Χωρίς να τραβήξει την ψωλή του από μέσα μου με ρώτησε , αν είχα ξαναγαμηθεί έτσι.
- Λοιπόν σκύλα τι λες;
Δεν είχα την δύναμη να απαντήσω. Το κτήνος άφησε την ψωλή του μέσα μέχρι που την στράγγισε όλη. Με έλυσαν και με άφηναν να βγάλω τις πέτρες από την κωλοτρυπίδα μου. Ήταν φυσικά ματωμένες και βρωμούσαν χύσια.